- χρωμοξυλογραφία
- η цветная ксилография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωμοξυλογραφία — η, Ν 1. η τέχνη τής έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων που έχουν χαραχθεί σε ξύλινες πλάκες 2. έγχρωμη ξυλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ξυλογραφία] … Dictionary of Greek